- θηρονόμε
- θηρονόμοςfeedingmasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νιφόκτυπος — νιφόκτυπος, ον (Α) αυτός που βάλλεται από χιόνι («σὲ τὸν βολαῑς νιφοκτύποις δυσχείμερον ναίονθ ἕδραν, θηρονόμε Πάν», Καστοριών στον Αθηναίο). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + κτύπος] … Dictionary of Greek